Οι Άγριες νότες και η τελεολογία της αντίστασης
Το έργο Άγριες νότες της Νίνας Ράπη είναι ένα σπάνιο δείγμα πολιτικής δραματουργίας στην Ελλάδα από το οποίο απουσιάζουν οι γνωστές ηθογραφικές γραφικότητες που τόσο συχνά ταλαιπώρησαν τη νεοελληνική δραματουργία. Πρόκειται ουσιαστικά για μια οργουελικού τύπου αλληγορία για τις κατασταλτικές στρατηγικές των δυνάμεων εξουσίας και τους μηχανισμούς της θεσμικής προπαγάνδας με φόντο την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Το έργο, ωστόσο, δεν είναι ιστορικό, επειδή ακριβώς η συγγραφέας προνόησε να περιστείλει το ιστορικό περικείμενο σε μια παραδειγματική δραματουργική συνθήκη, όπου τα κοινωνικά υποκείμενα μεταμορφώνονται σε πειραματόζωα μέσα στο εργαστήριο των (διαχρονικά δρωσών) δυνάμεων της εξουσίας.
Στο έργο αυτό, όλοι όσοι επιλέγουν να εκχωρήσουν τα φυσικά τους δικαιώματα στους εξουσιαστές είναι αυτοί που έχουν αποδεχτεί τον πολιτικό έλεγχο ως κινητήρια δύναμη της κοινωνικής ευταξίας και ευρρυθμίας, και είναι αυτοί που γίνονται εκτελεστικά όργανα των δυνάμεων καταστολής της ελευθερίας δράσης και σκέψης. Τα δραματικά πρόσωπα του έργου συμπαρατάσσονται διαγραμματικά σε επάλληλους μονολόγους συνθέτοντας ένα παραγωγικό κύκλωμα ακτινογράφησης της εξουσίας και καταγγελίας της αλλοτρίωσης του υποκειμένου από τους “θεσμούς”. Γενικότερα όμως, η δομική ιδεολογία των επάλληλων μονολόγων μέσα στο έργο διευκολύνει την “παραδειγματικότητα” ενός μηνύματος για όλες τις μορφές εξουσίας, οι οποίες από τη φύση τους πασχίζουν να καταστείλουν την εγγενή επιθυμία του ανθρώπου για αυτοκαθορισμό και αυτοδιάθεση, και να τον κανονικοποιήσουν. Αυτό όμως που οι έγκλειστοι μέσα στην κοινωνία/ερευνητικό κέντρο υποθάλπουν δεν είναι η υποταγή στις κάθε είδους εξουσίες, αλλά η αναπόφευκτη τελεολογία της αντίστασης: μέσα σε κάθε υποδούλωση ελλοχεύει για τους εξουσιαστές ο κίνδυνος της επανάστασης και το φινάλε του έργου είναι ενδεικτικό αυτής της ελπιδοφόρας προοπτικής.
Τέλος, η γλώσσα της Νίνας Ράπη υιοθετεί μια ηθική στάση απέναντι στη γραφή. Με μια εύθετη απλότητα που συχνά μεγεθύνεται από έναν άγριο, αλλά ποτέ μελοδραματικό, λυρισμό, αποκαλύπτει τις θεσμικές επιβολές της φρίκης. Επιπλέον, ο λόγος της ενέχει την αμφισβήτηση, ποτέ όμως την αμφιλογία, επειδή ακριβώς κυριολεκτεί με σκοπό να μιλήσει κατά πρόσωπο για δυνάμεις ανομολόγητης ισχύος, αλλά και κατάπνιξης:
ΔΑΝΑΗ Χ: Δεν θα βγάλω ούτε μια νότα καθ’ υπαγόρευση, ούτε μια λέξη.
Δεν θα υποταχτώ.
Σιωπή. Απόλυτη σιωπή.
Σώμα και μυαλό αδιαπέραστα.
Περιθώριο μηδέν για οτιδήποτε άλλο.
Εδώ μέσα μπορώ να βγάζω ό,τι νότες θέλω.
Το γεγονός ότι ο μεγάλος επαναστάτης μέσα στο έργο είναι Γυναίκα, αποτελεί μια σχεδόν αυτοδίκαιη διεκδίκηση για μια συγγραφέα με σαφείς queer επενδύσεις στο σύνολο του έργου της, επειδή ακριβώς η queer σκέψη:
«θέτει την πρόκληση μιας μορφής οργάνωσης των πραγμάτων, κατά την οποία, εκτός από την αποτροπή επιτευγμάτων, σκοπός και επίτευγμα θα είναι καθ’ αυτήν η αποσταθεροποίηση της συλλογικής ταυτότητας».[1]
Γιώργος Σαμπατακάκης
[1] Joshua Gamson, “Must Identity Movements Self-Destruct? A Queer Dilemma”, Social Problems 42 (1995): 403 (390-407). Η μετάφραση είναι του γράφοντος και η υπογράμμιση στο πρωτότυπο.